13 χρόνια γράφω άρθρα στο Blog, κοντεύω τις 14 χιλιάδες αισίως, αλλά περίεργα άρθρα ίσως έχω γράψει μόλις 2-3 όλα κι όλα.
Προσπαθώ να προσέχω, πράγμα που ο κόσμος το εκτίμησε σε όλη την πορεία που αρθρογραφώ.
Ήθελα καιρό να το γράψω αυτό το κείμενο μα δείλιαζα, και τώρα ακόμα που το φτιάχνω δεν ξέρω αν τελικά θα πατήσω το πλήκτρο της δημοσίευσης, αλλά θα δούμε πως θα πάει.
Ήταν 2018, και η μελισσοκομική χρονιά δεν είχε πάει καλά.
Αποφασίσαμε ότι μόνη λύση ήταν τα πεύκα και μάλιστα στην Εύβοια, αφού η Χαλκιδική που πηγαίναμε ως τότε είχε κάποια χρόνια που δεν δούλευε.
Όμως μελίσσια στην Εύβοια δικά μου δεν ξαναείχα πάει και μέρος δεν είχα.
Από την άλλη όπως ξέρετε έχω δεδομένα από δεκάδες μελισσοκομικές ζυγαριές και έβλεπα ότι η Εύβοια δίνει πολύ καλά.
Ήταν και ένας φίλος μου που και εκείνος ήθελε να πάει τα μελίσσια του στην Εύβοια και είχε μέρος, και είπαμε να πάμε μαζί και να βάλω και εγώ τα μελίσσια μου δίπλα του.
Οι ημέρες όμως περνούσαν και ο φίλος μου δεν αποφάσιζε να πάμε τα μελίσσια.
Από Δευτέρα με πήγαινε στην Τετάρτη, μετά κάτι συνέβαινε, αναβάλαμε για Παρασκευή, μετά πάλι είπαμε για Δευτέρα που πάλι αναβλήθηκε και εγώ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα.
Λέω στην Φρόσω, ότι τέλος αύριο μπαίνουμε Εύβοια ότι κι αν γίνει.
Είχαμε πει με τον καλό μου φίλο για Παρασκευή, αν φόρτωνε έχε καλώς, σε περίπτωση που πάλι κάτι συνέβαινε όμως θα φορτώναμε μόνοι μας και θα πηγαίναμε στο Μαντούδι, γιατί οι ζυγαριές εκεί έκαναν πάρτι τότε, και δεν μπορεί είπα, όλο και καμιά γωνίτσα σε ολόκληρο το δάσος θα βρούμε να ξεφορτώσουμε.
Γενικά είμαι άνθρωπος που αν πω κάτι, τότε πάρα πολύ δύσκολα αλλάζω γνώμη.
Από την εποχή που ακόμα ήμουν κυνηγός, και αισθάνομαι και τώρα ότι είμαι άσχετα αν δεν κυνηγάω πλέον, είχα μάθει ότι το καρτέρι μας δεν το εγκαταλείπουμε ποτέ, γιατί αν το εγκαταλείψουμε και αλλάξουμε γνώμη και πάμε αλλού τότε θα δούμε το θήραμα να περνάει στο πρώην καρτέρι μας και θα τραβάμε τα μαλλιά μας.
Οι ημέρες περνούσαν λοιπόν, ήταν φθινόπωρο ήδη και αφού το πεύκο δούλευε δεν έπρεπε να χάνουμε χρόνο.
Ήρθε η Παρασκευή,και όντως ο φίλος μας πάλι δεν μπόρεσε να φορτώσει, όμως εγώ είχα μιλήσει και είπα στην Φρόσω ότι φορτώνουμε και φεύγουμε σύμφωνα με το εναλλακτικό μας σχέδιο.
Η Φρόσω σαν γυναίκα είχε τις αναστολές της και τις φοβίες της αλλά ήμουν αποφασισμένος.
Φορτώσαμε και ξεκινήσαμε προς Μαντούδι, σε έναν τόπο που δεν είχαμε ξαναδεί και δεν είχαμε ξαναπάει ποτέ.
Στα μισά του δρόμου χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν κάποιος από τους πολλούς που παίρνουν τηλέφωνο να μιλήσουμε και δεν γνωρίζω.
Με ρωτάει που πάτε, του εξήγησα, ότι πάμε Μαντούδι και εκεί όλο και κάποια άκρη θα βρεθεί να ξεφορτώσουμε.
Όχι λέει αυτός, θα πας Χαλκίδα, μου εξήγησε που θα στρίψω, θα βρεις ένα βουνό, δεξιά εκεί προς ένα χωριό θα πας να ξεφορτώσεις έχει πολύ μέλι, πήγα κι εγώ και πήρα μέλι.
Δεν τον ήξερα τον άνθρωπο, ούτε το μέρος που μου περιέγραψε.
Έκλεισα το τηλέφωνο και ενώ όπως είπα δεν αλλάζω γνώμη, ένιωσα ότι αυτό που είπε έπρεπε να κάνω, και λέω στην Φρόσω ότι αλλάζουμε προορισμό και θα πάμε εκεί που μας είπε ο άνθρωπος στο τηλέφωνο.
Πήγαμε, και παρότι τα μελίσσια ήταν χιλιάδες, βρήκαμε ένα καλό ξέφωτο σε πλάι ώστε να μην κρατάει και νερό, ήταν σαν να το είχαμε κάνει παραγγελία.
Θα ξεφορτώσουμε εδώ λέω στην Φρόσω, η οποία δεν ήθελε με τίποτα.
Αν το μέρος ήταν καλό θα το είχαν πιασμένο μου τσίριζε και είχε ως ένα βαθμό δίκαιο αλλά εμένα μου άρεσε, και δεν με ενδιέφερε να βρω τον λόγο που δεν ήταν πιασμένο
Ξεφορτώσαμε, και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, η δε Φρόσω ήταν πεισμωμένη μέχρι που φτάσαμε στην Λιβαδειά αφού θεωρούσε ότι πέταξα τα μελίσσια σε ένα μέρος χωρίς πρώτα να ελέγξω πολύ καλά.
Τα μελίσσια όμως άρχισαν να δουλεύουν σαν τρελά και η ζυγαριά μας ανέβαινε συνεχώς.
Μερικές ημέρες αργότερα όμως από την Εύβοια πέρασε ο τυφώνας Ζορμπάς, και το Μαντούδι κυριολεκτικά καταποντίστηκε, και χιλιάδες μελίσσια πνίγηκαν.
Σαν από θαύμα όμως κάποιος καλός άνθρωπος που δεν τον ήξερα ούτε τον ξέρω μας άλλαξε τα σχέδια, μας συμβούλεψε όχι μόνο να μην πάμε στο Μαντούδι άλλα μας είπε και προς τα που να πάμε, και εκεί βρήκαμε έναν τόπο όνειρο για τα δεδομένα της Ευβοίας και κενό σαν να μας περίμενε.
Ήταν κυριολεκτικά ο από μηχανής Θεός.
Από τις ωραίες περίεργες συμπτώσεις της ζωής θα μου πείτε, ναι μεν, μα έχω κι άλλο να σας πω.
Αφήσαμε τα μελίσσια εκεί και γέμισαν μέλι.
Έπρεπε να πάμε να τα τρυγήσουμε και να τα πάρουμε, μήπως ενοχλήσουν κάνα άνθρωπο, ήμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων εξάλλου.
Εδώ τα έχεις στο χωράφι σου, και έρχεται ο γείτονας που τον ξέρεις χρόνια και σου ζητάει να τα πάρεις γιατί τον ενοχλούν, πόσο δε μάλλον φόβος υπάρχει σε ένα ξένο μέρος που δεν σε ξέρει και δεν ξέρεις κανέναν.
Η αλήθεια είναι ότι εκεί, μόνο πρόβατα και κατσίκια είχαμε δει να τριγυρίζουν, δεν υπήρχε ανθρώπινη δραστηριότητα πλην του δρόμου που περνούσαν αραιά όμως κυρίως μελισσοκόμοι.
Πήγαμε μια ημέρα με την Φρόσω να τρυγήσουμε.
Επειδή είχε βρέξει, δεν έβρισκα πευκοβελόνες να ανάψω το καπνηστήρι, και κατέβηκα σε έναν αρκετά απότομο νόχτο όπου το νερό είχε μπουκώσει σε ένα σημείο πευκοβελόνες.
Η Φρόσω από πάνω μου, να μου φωνάζει, ότι θα πέσω, θα γκρεμιστώ, θα τσακιστώ και όλα τα ατυχήματα που υπάρχουν ότι θα με βρουν.
Πήρα κάμποσα πούσα για το καπνηστήρι και ανέβηκα όντως με δυσκολία πίσω και αρχίσαμε τον τρύγο, γρήγορα, γρήγορα να μη μας πάρει η ώρα.
Και εκεί που τρυγούσαμε από το πουθενά σηκώνω τα μάτια μου και τι να δω.
Μια γιαγιάκα γύρω στα 75 χρόνια να έρχεται προς το μέρος μας σκαρφαλώνοντας από τον γκρεμό που πριν εγώ δυσκολευόμουν.
Βρε μπας και με γελούν τα μάτια μου λέω, πως έρχεται έτσι άνετη η γιαγιά, εγώ πριν σχεδόν έκανα αναρρίχηση.
Όμως την έβλεπε και η Φρόσω και είχαμε χαζέψει και οι δυο.
Στο μεταξύ οι μέλισσες ήταν αγριεμένες πολύ γιατί είχε αέρα.
Έρχεται η γιαγιά και στέκεται δίπλα μας.
- Γεια σας...
- Καλώς τη γιαγιά, από που έρχεσαι;
- Έβγαλα τα ζωντανά μου και τώρα γυρίζω πίσω να φτιάξω φαγητό.
- Γιαγιά φοβόμαστε ότι θα σε τσιμπήσουν οι μέλισσες γιατί τρυγάμε, είναι άγριες και εμάς μας τσιμπάνε πολύ.
- Δε με τσιμπάνε εγώ περνάω κάθε μέρα από εδώ, αλλά φεύγω γεια σας.
Η γιαγιά πέρασε άνετη μέσα από τα μελίσσια και απέναντι ήταν έναν άλλος νόχτος, σκαρφάλωσε από εκεί επάνω και έφυγε.
Με την Φρόσω κοιταζόμασταν με απορία μα δε δώσαμε πολλή σημασία, συνεχίσαμε τον τρύγο να προλάβουμε.
Όταν επιστρέψαμε πίσω διηγούμασταν την ιστορία με την γιαγιά που ήρθε απ τον γκρεμό και πέρασε μέσα απ τα μελίσσια χωρίς να την πειράξουν και γελάγαμε.
Μια άλλη ημέρα πήραμε και την πεθερά μου για βόλτα και πήγαμε να δούμε αν δουλεύουν τα μελίσσια για να τα φορτώσουμε.
Εκεί που μιλούσαμε, λέμε να από εδώ βγήκε η γιαγιά, πέρασε μέσα από τα μελίσσια και σκαρφάλωσε και έφυγε από εκεί.
- Από που;
- Από εκεί...
- Μα εκεί που δείχνετε δεν μπορεί να περπατήσει άνθρωπος και πάντως όχι γιαγιά 75 ετών βρε παιδιά.
Κοιτάξαμε, και όντως συνειδητοποιήσαμε ότι από εκεί το πολύ πολύ κάνα κατσίκι να μπορούσε να ανέβει, αλλά όχι άνθρωπος.
Μετά από αυτό, πηγαίνουμε στο ίδιο μέρος τα μελίσσια μας και στα δυο βαρέματα καλοκαίρι και φθινόπωρο χωρίς ποτέ κανένα πρόβλημα.
Παίρνουμε πάντα μέλι δεν μας πρόδωσε καμία φορά το μέρος.
Όμως την γιαγιά δεν την ξαναείδαμε, παρότι μας είχε πει ότι περνούσε κάθε μέρα από εκεί.
Ούτε μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η γιαγιά δεν ήρθε από τον δρόμο που ήταν μια χαρά, αλλά σκαρφάλωνε από τους γκρεμούς παρά την ηλικία της.
Ήταν γύρω στα 75 ετών, κοντούλα, γλυκιά, πολύ καλοσυνάτη, φορούσε μαύρα ρούχα και μαντήλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου